- γλωσσοπλάστης
- οθηλ. -ρια αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις πλουτίζοντας το λεξιλόγιο μιας γλώσσας: Ορισμένοι συγγραφείς γίνονται αυθαίρετοι γλωσσοπλάστες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.