γλωσσοπλάστης

γλωσσοπλάστης
ο
θηλ. -ρια αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις πλουτίζοντας το λεξιλόγιο μιας γλώσσας: Ορισμένοι συγγραφείς γίνονται αυθαίρετοι γλωσσοπλάστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοπλάστης — ο αυτός που δημιουργεί και χρησιμοποιεί νέες λέξεις και φράσεις στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πλαστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Διονύσ. Θερειανό] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοπλαστία — η δημιουργία νέων λέξεων και φράσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δημ. Ι. Μαυροφρύδη στο περιοδικό σύγγραμμα Φιλίστωρ] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • λογοπλάστης — λογοπλάστης, ὁ (Μ) αυτός που επινοεί ή δημιουργεί λέξεις, γλωσσοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλάστης(< πλάσσω), πρβλ. θεο πλάστης, κηρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”